- προσπληρώ
- -όω, Α1. συμπληρώνω ένα ποσό ή έναν αριθμό2. (το μέσ. και το ενεργ.) (ιδίως σχετικά με πλοία) συγκροτώ τα πληρώματα και τά εξοπλίζω ακόμη πιο πολύ, εξαρτίζω και επανδρώνω περισσότερο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + πληρῶ «γεμίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.